#1: ΧΙΟΣ:
«Άλλοτε είχα δει αυτό το νησί πλούσιο και ανθηρό, απολαμβάνοντας τον πεντακάθαρο ουρανό του, τους όμορφους κήπους, τις ανθισμένες εξοχές του, αναπνέοντας τον ευωδιαστό -από τους πορτοκαλεώνες- αέρα του. μου άρεσε να παινεύω τις απλοϊκές αρετές των νεαρών κοριτσιών της, στα οποία η αγνή τους χαρά ανέδυε ατόφια αθωότητα!» (Olivier Voutier, Απομνημονεύματα, ΙΕΕΕ 2019)
To εύφορο νησί κοντά στα μικρασιατικά παράλια, στις αρχές του 19ου αιώνα ευημερούσε από την καλλιέργεια της μαστίχας, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, απολαμβάνοντας ειδικά προνόμια εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το νησί, αν και δεν πρωτοστάτησε στην Επανάσταση του 21, θα γίνει σημείο αναφοράς καθώς ως τόπος δραματικών γεγονότων. Ήδη από το 1821, ο ελληνικός στόλος είχε προσπαθήσει να κηρύξει την Επανάσταση στη Χίο, χωρίς επιτυχία. Τον Μάρτιο του 1822 οργανώθηκε νέα επιχείρηση, από τον Χιώτη Αντώνη Μπουρνιά και τον αρχηγό της επαναστατημένης Σάμου Λυκούργο Λογοθέτη. Άμεσα, ο οθωμανικός στόλος αποβίβασε ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Το νησί έγινε στάχτες ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σφαγιάστηκε ή κατέληξε σε σκλαβοπάζαρα. Το τραγικό γεγονός, που θορύβησε την Ευρώπη, διαδέχτηκε η ηρωική «απάντηση» των Ελλήνων πυρπολητών. Τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου, και ενώ ο σουλτανικός στόλος είχε αγκυροβολήσει στο στενό μεταξύ Χίου και Τσεσμέ, ο Κωνσταντίνος Κανάρης ανατίναξε την τουρκική ναυαρχίδα προκαλώντας τον θάνατο του Καπουδάν Πασά Καρά Αλή.
#2: ΟΙΝΟΥΣΣΕΣ:
Στις 28 Απριλίου 1821, έξω από τις Οινούσσες, στην πρώτη του αποστολή στον Αγώνα, ο Υδραίικος στόλος αιχμαλώτισε ένα οθωμανικό πλοίο, όπου επέβαινε ο μολλάς της Αιγύπτου, Γιαζιτζή Ζαντέ Μεχμέτ Εφέντη, με την οικογένειά του καθώς και πολύτιμο φορτίο. Ο θάνατος του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Κωνσταντινούπολη, είχε εξοργίσει τους Έλληνες, που εκτέλεσαν τον Οθωμανό ιεράρχη και τους οικείους του πάνω στα ελληνικά πλοία. Μάλιστα διαδόθηκε, εσφαλμένα, ότι ο επιβαίνων ήταν ο σεϊχουλισλάμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανώτατος αξιωματούχος του Ισλάμ και σύμβουλος του σουλτάνου.
Η συστάδα νησιών και νησίδων ανάμεσα στη Χίο και τα μικρασιατικά παράλια κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αποτέλεσε συχνά σημείο εμπλοκής των δυο στόλων. Χωρίζονται σε δύο ομάδες, τις δυτικές Οινούσσες, που ονομάζονται από τους ναυτικούς Σπαλματόρια και τις ανατολικές, που ονομάζονται Όρσες. Εποικίστηκαν τον 18ο αιώνα από Καρδαμυλιώτες της Χίου. Κατά την Επανάσταση του 1821, οι ντόπιοι κατέφυγαν στην Πελοπόννησο, την Άνδρο και την Εύβοια, αργότερα όμως επέστρεψαν στο νησί και ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία.
#3: ΜΥΤΙΛΗΝΗ:
Στην Ερεσό της Λέσβου έλαβε χώρα ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα του ναυτικού Αγώνα, η πρώτη επιτυχής πυρπόληση τουρκικού πολεμικού πλοίου (23 Μαΐου 1821). Το δίκροτο είχε απομονωθεί, ωστόσο τα ελληνικά πλοία δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν, εξαιτίας του ισχυρού πυροβολικού του. Τότε αποφασίστηκε η χρήση πυρπολικών. Ο Ψαριανός Δημήτρης Παπανικολης, με πηδαλιούχο τον στεριανό Ιωάννη Θεοφιλόπουλο, ολοκλήρωσε με επιτυχία την επιχείρηση. Οι Έλληνες είχαν βρει απάντηση στα ισχυρά πλοία γραμμής. Τα πυρπολικά περιόρισαν σημαντικά τις κινήσεις του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο.
Η Μυτιλήνη (ή Λέσβος) είναι το 3ο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας μετά από την Κρήτη και την Εύβοια. Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα μικρασιατικά παράλια. Η γεωγραφική θέση της αλλά και η σημασία που της απέδιδαν οι Οθωμανοί καθιστούσαν απαγορευτική την είσοδο του νησιού στην Επανάσταση, καθώς στην περίπτωση αυτή θα είχε πιθανότατα την τύχη της Χίου. Υπήρξε ορμητήριο του οθωμανικού στόλου κατά τις περιπολίες του στο Αιγαίο.
#4: ΛΗΜΝΟΣ:
«Δια Σκοπέλου μανθάνομεν ότι οι Ψαριανοί με επτακοσίους Ολυμπίους έκαμαν απόβασιν επί της νήσου Λήμνου, διεγείροντες κατά των τυραννούντων άπαντας τους εκεί κατοίκους… Εν Άνδρω την 25 Φεβρουαρίου 1823». (Ο έπαρχος Άνδρου προς τον υπ. εσωτερικών Ι. Κωλέττη, Αρχεία Εθν. Παλιγγενεσίας).
Η παραπάνω αναφορά είναι η μόνη είδηση που έχουμε για μια απόπειρα ξεσηκωμού της Λήμνου, όταν αγωνιστέ από τον Όλυμπο αποβιβάστηκαν στο νησί με ψαριανά πλοία. Λημνιοί ωστόσο συμμετείχαν στην προετοιμασία της Επανάστασης ως Φιλικοί (Παντελής Γ. Στρωτόπουλος, Δημήτριος Νικ. Κομνηνός, Κωνσταντίνος Γ. Λήμνιος, Κωνσταντίνος Βοδάς, Μελέτιος Αξαρλής, Αναστάσιος Γεωργίου ο Λημνιώτης, Κωνσταντίνος Νικολάου) αλλά και στον Αγώνα, στη θάλασσα (Νικόλας Χατζή Μαυρουδής, Κωσταντής Μάκρας, Θεοδωρής Γεωργίου, Νικόλας Γκούμας, Αθανάσιος Μαργαρίτης, Νικόλας Αθανασίου) με δικά τους μέσα ή σε ψαριανά πλοία, και στη στεριά στα σώματα του Μαυροβουνιώτη, του Γκούρα, του Βούλγαρη.
Το ηφαιστιογενές νησί του Αιγαίου, πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη, την περίοδο της Τουρκοκρατίας πέρασε σε παρακμή. Στην Επανάσταση η γεωγραφική του θέση αποθάρρυνε τη συμμετοχή στον Αγώνα. Μεταγενέστερα η Λήμνος θα παίξει σημαντικό στις ναυτικές επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ στον κόλπο του Μούδρου υπογράφεται η πρώτη ανακωχή ανάμεσα στους Συμμάχους και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1918).
#5: ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ:
Η Σαμοθράκη είναι ένα δυσπρόσιτο νησί απέναντι από τις ακτές της Θράκης, πολύ κοντά στα Δαρδανέλια. Τις παραμονές της Επανάστασης μεταξύ των προκρίτων της υπάρχουν αρκετά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Οι κάτοικοι θα ξεσηκωθούν παράλληλα με την Αίνο, τα Μοσχονήσια και το Αϊβαλί, τον Μάιο του 1821. Αρνούνται να πληρώσουν τους ετήσιους φόρους, καθώς δοσίματα δεν έχουν να δώσουν, μονάχα μολύβι και μπαρούτι.
Την 1η Σεπτεμβρίου, ο οθωμανικός στόλος αποβιβάζει στρατό στο νησί. Οι εβδομάδες που ακολούθησαν έμειναν γνωστές ως ο χαλασμός: οι κάτοικοι σφαγιάζονται ή αιχμαλωτίζονται, τα γυναικόπαιδα πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, εκκλησίες και σπίτια λεηλατούνται και το νησί ερημώνει για χρόνια. Σιωπηλός μάρτυρας της καταστροφής, το δερματόδετο Ευαγγέλιο της Παναγούδας, της παλιάς εκκλησίας της Χώρας, λογχισμένο τις τραγικές εκείνες ώρες. Ανήκει στη συλλογή του ΕΙΜ και συνοδεύει την πλωτή έκθεση.
Η Σαμοθράκη παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία ως το 1913.
#6: ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ
Ο Αη Στράτης είναι το πιο απομονωμένο νησί του Αρχιπελάγους και απέχει από τη Λήμνο 18 ναυτικά μίλια. Από τον 16ο αιώνα και έπειτα, το νησί αναπτύσσεται οικονομικά με τη συλλογή βελανιδιών και την κτηνοτροφία. Πολλά αγιοστρατίτικα καράβια βοήθησαν στην Επανάσταση, ενώ πολλοί ήταν και οι ναύτες που υπηρέτησαν σε πλοία των Σπετσών και των Ψαρών.
Ο τόπος είναι ιστορικά φορτισμένος λόγω του ρόλου που έπαιξε τα νεότερα χρόνια. Τον 20ό αιώνα, κυρίως μεταξύ 1929 και 1962, το νησί υπήρξε τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων καθώς εκεί εκτοπίστηκαν χιλιάδες αντιφρονούντες, κομμουνιστές και αριστεροί πολιτικοί. Σήμερα ο πληθυσμός του είναι περίπου τριακόσιοι κάτοικοι με κύρια απασχόληση την αλιεία και λιγότερο την κτηνοτροφία και τη γεωργία.
#7: ΣΚΥΡΟΣ
Η Σκύρος είναι το νοτιότερο και μεγαλύτερο σε έκταση νησί των Βορείων Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει γύρω στα 35 χλμ.
Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, οι κάτοικοι της Σκύρου ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία, τη γεωργία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, ενώ αρκετοί απασχολήθηκαν σε ψαριανά πλοία. Η Σκύρος, τόπος καταγωγής αρκετών Φιλικών, συμμετείχε στην Επανάσταση από το 1821 διαθέτοντας ανθρώπινο δυναμικό και καράβια και προσφέροντας καταφύγιο σε οπλαρχηγούς. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα δέχθηκε και περιέθαλψε μεγάλους αριθμούς προσφύγων από τη Μ. Ασία, τη Θεσσαλία, τη Λήμνο, τη Χίο, τη Ψαρά, καθώς και την Εύβοια, ενώ η παραμονή πολλών ενόπλων ατάκτων στο νησί συχνά προκαλούσε προβλήματα και φθορές περιουσίων των εντοπίων. Μετά το τέλος του Αγώνα η Σκύρος εντάχθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
#8: ΨΑΡΑ
Το μικρό και άγονο νησί αναδείχθηκε σε εμβληματικό τόπο του ναυτικού αγώνα, τόσο για τον ηρωισμό και την προσφορά των κατοίκων του όσο και για το τραγικό τέλος του. Στα 1820 τα Ψαρά ήταν η τρίτη ναυτική δύναμη στο Αιγαίο, με ετοιμοπόλεμα καράβια, ατρόμητους ναυτικούς και επαναστατική παράδοση από τον 18o αιώνα. Η Επανάσταση στο νησί εκδηλώθηκε στις 10 Απριλίου 1821, αμέσως μετά τις Σπέτσες. Οι Ψαριανοί πρωτοστάτησαν στις ναυτικές επιχειρήσεις, συχνά χωρίς να υπολογίζουν τους κίνδυνους που απέρρεαν από τη γεωγραφική θέση του νησιού τους. Διέθεσαν τον στόλο και τους παράτολμους ναυτικούς τους, ανέδειξαν θρυλικές μορφές του ναυτικού Αγώνα και ικανούς τεχνίτες κατασκευαστές πυρπολικών, ανέπτυξαν δημοκρατική κεντρική διοίκηση (Βουλή των Ψαρών) με τη συμμετοχή όλων των τάξεων του νησιού, και ήρθαν συχνά σε ανοιχτή σύγκρουση με την ισχυρή Ύδρα.
Τον Ιούνιο του 1824, παρά τις εκκλήσεις για βοήθεια στη διχασμένη από τον εμφύλιο πόλεμο ελληνική διοίκηση, βρέθηκαν μόνοι τους απέναντι στον οθωμανικό στόλο. Το νησί χάθηκε οριστικά, ο στόλος τους αιχμαλωτίστηκε και όσοι Ψαριανοί επέζησαν μεταφέρθηκαν στις Κυκλάδες, στην Αίγινα και στις Σπέτσες. Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη η απώλεια των Ψαρών ισοδυναμούσε με καταστροφὴ μεγάλου μέρους τῆς ναυτικῆς δυνάμεως τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐξαφάνισης τῆς προφυλακῆς αὐτῆς […] ἀπόσβεσις φλογὸς καιούσης κατ’ ἔτος τὰ ἐχθρικὰ παράλια τῆς Ἀσίας καὶ πολλάκις λυούσις [sic] τὰς ἐκστρατείας της.
#9: ΑΝΔΡΟΣ (Λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών η προγραμματισμένη επίσκεψη και εκδήλωση στην Άνδρο ματαιώνονται)
Στις αρχές του 19ου αιώνα η Άνδρος στηριζόταν περισσότερο στην αγροτική οικονομία. Οι κοτζαμπάσηδες του Επάνω Κάστρου (Κόρθι) ήταν εύποροι γαιοκτήμονες, ενώ στο Κάτω Κάστρο είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια νέα τάξη ναυτικών, οι “γεμιτζήδες”.
Στις 10 Μαΐου 1821 στον μητροπολιτικό ναού του Αγίου Γεωργίου στη Χώρα, ο Θεόφιλος Καΐρης κάλεσε τους συμπατριώτες του να πάρουν μέρος στον Αγώνα. Το νησί διέθετε κυρίως μικρά ιστιοφόρα και οι Ανδριώτες ανέλαβαν τη φύλαξη του Κάβο Ντόρο και τη φρούρηση της Καρύστου και του Γαυρίου. Μετά την καταστροφή των Ψαρών το 1824, αρκετοί Ψαριανοί κατέφυγαν στη σχετικά κοντινή και ασφαλέστερη Άνδρο. Το πιο γνωστό πολεμικό επεισόδιο στην περιοχή είναι η Ναυμαχία του Κάβο Ντόρο (23 Μαΐου 1825) στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Εύβοιας, Κέας, Άνδρου και Αττικής, με αρχηγούς του ελληνικού στόλου τους Γ. Σαχτούρη, Ν. Αποστόλη και Γ. Ανδρούτσο. Αν και ο οθωμανικός στόλος υπερίσχυε αριθμητικά, οι Έλληνες κατάφεραν να τον κατατροπώσουν, προκαλώντας σημαντικές ανθρώπινες απώλειες και καταστρέφοντας αρκετά από τα εχθρικά πλοία.
Η Άνδρος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, ενσωματώθηκε στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830.
#10: ΣΥΡΟΣ
Το 1821 η Σύρος ήταν ένα αναπτυσσόμενο νησί με περίπου 4000 κάτοικους, κυρίως καθολικούς, και με μοναδικό οικισμό αυτό της άνω Σύρου. Η παρουσία των Οθωμανών ήταν σπάνια.
Η Σύρος δεν μπήκε ποτέ στον Αγώνα τόσο εξαιτίας της υπεροχής του καθολικού στοιχείου όσο και της πολεμικής απειρίας των κάτοικων της. Εκεί ωστόσο βρήκαν καταφύγιο πολλοί προσφυγές από όλα τα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας, κυρίως από τα νησιά (Χίος, Ψαρά, Κάσος, Κρήτη) και από τη Μικρά Ασία (Αϊβαλί κ.ά.). Η εγκατάστασή τους στο νησί είχε στην αρχή περιστασιακό χαρακτήρα. Ωστόσο, η ασφάλεια που παρείχε η ουδετερότητα του νησιού και η γαλλική προστασία ευνοήσαν τη μόνιμη εγκατάσταση.
Αν και η ενσωμάτωση των εποίκων δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις και συγκρούσεις, η παρουσία τους οδήγησε τελικά σε μια αλματώδη ανάπτυξη της οικονομίας του. Η περιοχή γύρω από το λιμάνι εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο την Ερμούπολη. Η τοπική κοινωνία εγκατέλειψε τον κλειστό χαρακτήρα της και η Σύρος εξελίχθηκε σε μια από τις πιο ενεργές εστίες και αργότερα στο μεγαλύτερο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο της ελεύθερης Ελλάδας.
#11: ΣΠΕΤΣΕΣ
Τις παραμονές της Επανάστασης του 1821 οι Σπέτσες ήταν ήδη μια μεγάλη ναυτική δύναμη στο Αιγαίο, με επαναστατική παράδοση. Το νησί προσέφερε πρώτο τον στόλο του, τα πληρώματα και οικονομικά κεφάλαια στον Αγώνα και ανέλαβε άμεσα να ξεσηκώσει πολλά από τα άλλα νησιά του Αιγαίου, όπως τα Ψαρά, τη Σάμο, την Ύδρα. Ταυτόχρονα ο Σπετσιώτικος στόλος πέτυχε τον αποκλεισμό δύο στρατηγικής σημασίας φρουρίων της πελοποννησιακής ακτής, της Μονεμβασιάς (με επικεφαλής των ναυτικών επιχειρήσεων τον Γεώργιο Πάνου), και του Ναυπλίου (με τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα).
Γενικά οι Σπετσιώτες διατήρησαν τις ισορροπίες ανάμεσά στην ισχυρή Ύδρα και τα παράτολμα Ψαρά και συνεισέφεραν αποτελεσματικά σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το 1822 ο οθωμανικός στόλος επιχείρησε να πλήξει τα νησί, αλλά οι Σπέτσες με μια οργανωμένη αμυντική επιχείρηση και με τη συνδρομή του υπόλοιπου ελληνικού στόλου, κατάφεραν να απωθήσουν τους Οθωμανούς. Εντάχθηκαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και συνέχισαν την οικονομική ανάπτυξή τους μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
#12: ΥΔΡΑ
Η Ύδρα υπήρξε αναμφισβήτητα το ισχυρότερο από τα νησιά από έλαβαν μέρος στον Αγώνα. Η πόλη των 15.000 περίπου κατοίκων γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων. Τα εμπορικά καράβια της θα αποτελέσουν τον κύριο πυρήνα του ελληνικού στόλου ενώ τα κεφάλαια των πλοιοκτητών της θα χρηματοδοτήσουν τον αγώνα στη θάλασσα.
Η συμμετοχή της κρίθηκε από την αρχή απαραίτητη για αυτό και οι προσπάθειες για τον ξεσηκωμό της ήταν συνεχείς. Επαναστάτησε, παρά τις αρχικές προθέσεις των προκρίτων της, στις 17 Απριλίου 1821. Έκτοτε θα κυριαρχήσει σε όλα τα πεδία, σε πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, θα ενισχύσει την Επανάσταση, θα συνεργαστεί αλλά και θα συγκρουστεί με τα υπόλοιπα Ναυτικά Νησιά, θα πρωταγωνιστήσει στη σύναψη των αγγλικών δανείων, στις εμφύλιες διαμάχες κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη λήξη του Αγώνα και θα αφήσει το ανεξίτηλο το στίγμα της στη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους.
#13: ΠΟΡΟΣ
Ο Πόρος επαναστάτησε μετά τα Ψαρά και συνέβαλε με πλοία, χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό στον Αγώνα. Κατά την Επανάσταση αναδείχθηκε σε έδρα της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, τόπο σύγκλησης διεθνούς πρεσβευτικής διάσκεψης και (χάρη στη φυσική οχυρότητα του κόλπου του) σε πρώτο ναύσταθμο του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Γενικά πορεύτηκε μαζί με την Ύδρα για περισσότερες από δύο δεκαετίες (έως τον ερχομό του I. Καποδίστρια) και αποτέλεσε ασφαλή τόπο διαφύλαξης πολεμικού υλικού. Στο νησί μεταφέρθηκαν όπλα, πολεμοφόδια, υγειονομικό και φαρμακευτικό υλικό αλλά και πολλά φορτία από τα φιλελληνικά κομιτάτα του εξωτερικού. Το 1831, η εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στον Ι. Καποδίστρια και τους Υδραίους είχε σαν αποτέλεσμα την ανατίναξη ενός μέρους του Ελληνικού Στόλου που ήταν αγκυροβολημένος στον όρμο του Πόρου.
#14: ΑΙΓΙΝΑ
Η Αίγινα επαναστάτησε μαζί με τον Πόρο. Λόγω της κοντινής θέσης της στη Στερεά που προσφέρει άμεση και εύκολη πρόσβαση αλλά και σχετική ασφάλεια στο κέντρο του Σαρωνικού κόλπου, αποτέλεσε καταφύγιο χιλιάδων κάτοικοι της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και του Ανατολικού Αιγαίου και ιδιαίτερα των περιοχών του Γαλαξειδίου, των Ψαρών και της Αθήνας.
Την περίοδο 1826-1827 η ελληνική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο νησί. Το 1827 η Αίγινα ορίστηκε και επίσημα ως πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ιδιότητα που διατήρησε έως το 1829 και τη μεταφορά πλέον της πρωτεύουσας στο Ναύπλιο. Επί Καποδίστρια ο πληθυσμός ξεπερνούσε τους δέκα χιλιάδες κατοίκους. Τότε ιδρύθηκε στο νησί ορφανοτροφείο, στο οποίο στεγάστηκαν το αλληλοδιδακτικό σχολείο και το εθνικό τυπογραφείο, και ανεγέρθηκαν τα κτήρια του αρχαιολογικού μουσείου και του κυβερνείου, στο οποίο στεγάστηκε η πρώτη βιβλιοθήκη της χώρας.