Η Δέσποινα, κόρη του καραβοκύρη των Ψαρών Ανδρέα Μανιάτη, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Κανάρη το 1817. Απέκτησαν επτά παιδιά. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Παλιγγενεσία» (2 Οκτωβρίου 1881), κατά την καταστροφή των Ψαρών, αν και ήταν έγκυος, δεν δίστασε για να σωθεί, να πέσει στη θάλασσα, μαζί με τα δύο της παιδιά. Κολύμπησε, δίνοντας κουράγιο και στα μικρά, μέχρι να επιβιβαστούν σε μια βάρκα.
Αργότερα, όπως πολλοί πρόσφυγες από τα Ψαρά, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αίγινα. Εκεί το 1827 βρέθηκε ο Βρετανός ναύαρχος Cochrane. Στο έργο του, Wanderings in Greece, γράφει για τη Δέσποινα Κανάρη:
"Συζήτησα με τη σύζυγο του Κανάρη, μέσω του καπετάνιου, και τη βρήκα τόσο ευχάριστη στη συζήτηση όσο ήταν και στην εμφάνιση. Οι Ψαριανές μοιάζουν πολύ στις αρχαίες Ελληνίδες (τουλάχιστον με την ιδέα που έχουμε για αυτές) περισσότερο από κάθε άλλες γυναίκες στην Ελλάδα. Τα σκούρα γαλανά μάτια και οι μακριές σκούρες βλεφαρίδες είναι τα χαρακτηριστικά τους και η σύζυγος του Κανάρη τα είχε έντονα, καθώς και μία επιδερμίδα σαν αλάβαστρο. Ο ιδιαίτερος κεφαλόδεσμός της ήταν των γυναικών της πατρίδας της και διέφερε από εκείνον των γυναικών της Ύδρας. Γύρω από το κεφάλι της ήταν τυλιγμένα δύο μακριά κομμάτια λευκής γάζας, που κρέμονταν πίσω θυμίζοντας νύφες από την Αγγλία".
Την ενδυμασία της ιδιαίτερης πατρίδας της, των Ψαρών, φορούσε η Δέσποινα Κανάρη μέχρι το τέλος της ζωής της, τον Οκτώβριο του 1881.