Το 1797, στο σχέδιο του Συντάγματός του, ο Ρήγας περιγράφει τον χρωματισμό της σημαίας της «Ελληνικής Δημοκρατίας»: «Το κόκκινον σημαίνει σημαίνει την αυτοκρατορική πορφύραν και την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού. Το άσπρον σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών αφορμής κατά της Τυραννίας. Το μαύρον σημαίνει τον υπέρ Πατρίδος και Ελευθερίας ημών θάνατον».
Τον ίδιο χρωματισμό έφερε και η τρίχρωμη σημαία της Επανάστασης που προτείνει το 1820, ο Νικόλαος Υψηλάντης, αδελφός του Αλέξανδρου, στον Στρατιωτικό Οργανισμό της 31ης Δεκεμβρίου. Έφερε επίσης τον μυθικό Φοίνικα, σύμβολο της αναγέννησης και τον σταυρό με το ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, χριστιανικό σύμβολο της πίστης και του δίκαιου του αγώνα.
Με παρόμοια σημαία ήρθε στην Ελλάδα ο Δημήτριος Υψηλάντης. Υπό αυτή σχηματίστηκε το πρώτο τακτικό στράτευμα του Joseph Balest. Παραλλαγές της υψώθηκαν σε διάφορα σημεία της επαναστατημένης Ελλάδας. To 1822 με το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» (διακήρυξη αρ. 540) καθιερώνεται, με πρόταση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ως επίσημη ελληνική σημαία η κυανόλευκη, αντικαθιστώντας κάθε άλλη, που έφερε σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας. Ο Δ. Υψηλάντης σημειώνει σχετικά, τον Απρίλιο του 1822: «Περί δε της μορφής και του χρώματος της σημαίας... ουτ’ εναντιώθην ποτέ ούτ’ εναντιούμαι. Την σωτηρίαν της Ελλάδος θεωρώ ουχί εις τα χρώματα, αλλά εις τας πράξεις και την απαθή και ειλικρινή αφιέρωσιν προς την κοινήν του έθνους ωφέλειαν και δόξαν.»