Η πεποίθηση των αγωνιζομένων Ελλήνων, ότι η απελευθέρωση του Γένους θα προέλθει από την ισχύ των όπλων διατυπώνεται με σαφήνεια σε απόσπασμα του όρκου των Φιλικών: "Ορκιζόμεθα δε προπάντων ότι, μεταξύ ημών και των τυράννων της πατρίδος μας, το πυρ και ο σίδηρος είναι τα μόνα μέσα της διαλλαγής και τίποτε άλλο".
Κατά την Επανάσταση, οι αγωνιστές χρησιμοποίησαν όσα όπλα είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους αρματολούς και κλέφτες, αλλά ο κύριος εφοδιασμός τους έγινε από λάφυρα και από δωρεές των φιλελληνικών κομιτάτων. Το όπλο ήταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο του πολεμιστή και διακοσμούνταν πλούσια, με θέματα από τη λαϊκή παράδοση και από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τη Χριστιανική θρησκεία.
Το καριοφίλι ήταν το πιο διαδεδομένο μακρύ πυροβόλο όπλο. Όπως και οι πιστόλες (κουμπούρες) ήταν όπλο πυριτόλιθου εμπροσθογεμές. Η σπάθα ονομαζόταν πάλα. Το γιαταγάνι ήταν πλατιά, κυρτή μαχαίρα ανατολικής προέλευσης με την κόψη προς την εσωτερική ακμή. Μέσα στις παλάσκες, αναρτημένες από το σελάχι (φαρδιά ζώνη), τοποθετούσαν προετοιμασμένα φυσίγγια (χαρτούτσες με μπαρούτι). Ο πέλεκυς εκτός από όπλο αποτελούσε και σύμβολο εξουσίας.
Στον κύριο οπλισμό προστίθενται βοηθητικά εργαλεία και εξαρτήματα: μήτρες για να χυτεύουν βόλια, πέτσινα δισάκια και μεζούρες-σέσουλες για το μπαρούτι, μεδουλάρια (μικρές θήκες με αλυσίδα που περιείχαν λιπαντικές ουσίες για τη φροντίδα των όπλων), ατσαλόπετρες (στουρνάρια) και πυριτόλιθοι (τουφεκόπετρες για την πρόκληση σπινθήρα), χαρμπιά (είδος σουβλιού με λαβή για τον καθαρισμό και το γέμισμα του όπλου), τάσια, φυλαχτά.
Τα περισσότερα από τα όπλα που παρουσιάζονται ανήκαν σε επώνυμους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης ενώ στους τοίχους εκτίθενται πορτραίτα των σημαντικότερων πολεμιστών.